Περί καύσης νεκρών και δημιουργίας αποτεφρωτηρίου στο Δήμο Πατρέων
Σαστίσαμε εις την Αντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού …
«Είς τα περίχωρα της Αντιόχειας»
Κ. Π. Καβάφης
Το ζήτημα με την καύση των νεκρών έχει λήξει από το 2006 όταν η Πολιτεία νομοθέτησε επιτρέποντας τη δημιουργία και λειτουργία αποτεφρωτηρίων. Ο Δήμος της Πάτρας είχε να λύσει ένα σχετικά απλό πρόβλημα. Έπρεπε να υπολογίσει την πραγματική ζήτηση για αυτή τη μέθοδο διαχείρισης των νεκρών σωμάτων, να υπολογίσει το κόστος ίδρυσης και λειτουργίας ενός τέτοιου έργου, τις πηγές χρηματοδότησής του και τις όποιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ώστε να αποφασίσει το βέλτιστο και οικονομικότερο τρόπο και χώρο με τον οποίο θα ικανοποιήσει το αίτημα των πολιτών του που επιλέγουν τη μέθοδο της αποτέφρωσης, (π.χ. ίδρυση αποτεφρωτηρίου στην Πάτρα, αποτεφρωτήριο μέσω διαδημοτικής συνεργασίας, κ.λπ.).
Αντί αυτού, η Δημοτική Αρχή παρουσίασε μια εισήγηση, όπου τα μόνα σίγουρα νούμερα είναι ότι το έργο θα κοστίσει 2,2 εκατ. ευρώ και ότι θα χρειάζεται περί τους 8-10 εργαζόμενους. Με δεδομένη την πανθομολογούμενη οικονομική αδυναμία στην οποία βρίσκεται ο Δήμος μας (ελέω Καλλικράτη και μνημονίων),η Δημοτική Αρχή υποστήριξε ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας, καθώς θα καλυφθεί «είτε από το ΣΕΣ (το νέο ΕΣΠΑ, δηλαδή), είτε από αλλού»(!). Και αφού μια πρώτη διερεύνηση του θέματος έδειξε ότι υποδομές σαν το αποτεφρωτήριο μάλλον δεν είναι επιλέξιμες δαπάνες στο ΣΕΣ, η Δημοτική Αρχή αυτοσχεδιάζοντας στη σχετική συζήτηση, υποστήριξε και το ενδεχόμενο της αυτοχρηματοδότησης μέσω τραπεζικού δανεισμού (από ποιες τράπεζες άραγε όταν όλες έχουν μετατραπεί σε «ζόμπι» που δεν δανείζουν τίποτε και κανέναν;)! Μήπως γι’ αυτό το λόγο οι υπόλοιποι μεγάλοι Δήμοι προσανατολίζονται σε ΣΔΙΤ για την κατασκευή του έργου (π.χ. πρόσφατη δήλωση Μπουτάρη);
Επιπρόσθετα, ακούσαμε ότι ο Δήμος θα καταφέρει να έχει έτοιμη ώριμη πρόταση για χρηματοδότηση και μάλιστα εντός 6 μηνών, τη στιγμή που είναι γνωστό ότι χρόνιες οργανωτικές αδυναμίες εμποδίζουν την επιτάχυνση του κρίσιμου έργου εκμετάλλευσης κονδυλίων για χρηματοδότηση υποδομών από το ΣΕΣ. Μέχρι σήμερα, οι μόνες ώριμες προτάσεις για κατάθεση στο ΣΕΣ (που δεν ισοδυναμεί και με έγκριση) που έχει να επιδείξει ο Δήμος είναι κάποιες ελάχιστες, που ουσιαστικά είχαν ετοιμαστεί από την προηγούμενη δημοτική αρχή. Ιδιαίτερο, δε, ενδιαφέρον θα είχε αν ο Δήμος εξηγούσε από πού ακριβώς θα εξοικονομηθούν οι περίπου 8-10 εργαζόμενοι που χρειάζονται, όταν για κάθε σημαντικό πρόβλημα που καλείται να επιλύσει, συνεχώς (και ορθώς) επικαλείται την έλλειψη προσωπικού και την μνημονιακή απαγόρευση των προσλήψεων! Ο ίδιος ο Δήμαρχος επανειλημμένα έχει προειδοποιήσει ότι, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, κρίσιμοι τομείς όπως η Καθαριότητα, το Πράσινο, τα νεκροταφεία, δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν σωστά ελλείψει προσωπικού.
Η μεγαλύτερη αριθμητική ακροβασία όμως γίνεται στο σημείο του υπολογισμού της ζήτησης και συνακόλουθα των εσόδων και, άρα, της βιωσιμότητας του έργου. Εκεί, η εισήγηση ουσιαστικά ταυτίζει τη δυναμικότητα της μονάδας (μηχανολογική δυνατότητα 1300 καύσεων ανά κλίβανο ανά έτος - όταν σε όλη την Ελλάδα σήμερα η ζήτηση της αποτέφρωσης ανέρχεται σε 3 - 4.000 περιστατικά) με τη ζήτηση που πραγματικά θα έχει (!) και «φυσιολογικώς» οδηγεί τον Αντιδήμαρχο στο συμπέρασμα ότι «το έργο θα έχει αποσβεστεί σε 3-4 χρόνια». Κατ’ αρχάς, είναι φανερό ότι, για να καλύπτεται οριακά το ετήσιο κόστος λειτουργίας (μισθοδοσία + υψηλό ενεργειακό κόστος + κόστος συντήρησης) και όχι η απόσβεση της επένδυσης, πρέπει να επιλέγουν την καύση κατ’ ελάχιστον 250-300 οικογένειες από τις 1800 που θρηνούν ένα νεκρό μέλος τους το χρόνο στην περιοχή μας (σε 15 αιτήματα το χρόνο καθορίζουν τη σημερινή ζήτηση για αποτέφρωση στην περιοχή μας οι εκπρόσωποι των γραφείων τελετών της περιοχής). Αν, δε, η χρηματοδότηση του έργου γίνει με δανεισμό και υπολογίσουμε και κόστος απόσβεσης, το κόστος λειτουργίας αυξάνεται δραματικά, άρα και οι απαιτούμενες αποτεφρώσεις ανά έτος. Με δεδομένο μάλιστα ότι ήδη επτά Δήμοι της χώρας (ανάμεσά τους η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη) προχωράνε τις διαδικασίες για δικά τους αποτεφρωτήρια, τότε η εικασία στελεχών της Δημοτικής Αρχής περί προσέλκυσης περιστατικών από την υπόλοιπη Ελλάδα θα λέγαμε ότι δύσκολα επαληθεύεται.
Τέλος, η εισήγηση παρουσιάζει ως ειδυλλιακή για το φυσικό περιβάλλον την επιλογή της καύσης, ενώ είναι γνωστό ότι η συγκεκριμένη, με μεγάλο ενεργειακό αποτύπωμα στο περιβάλλον, μέθοδος, ελέγχεται για δημιουργία και εκπομπή αερίων ρύπων και ιδιαίτερα υδραργύρου. Ακόμα, συνεπώς, και η επιλογή της χωροθέτησης δεν δείχνει να έχει λάβει καθόλου υπ’ όψιν της αυτήν την περιβαλλοντική παράμετρο και τις εύλογες ανησυχίες των κατοίκων στις όμορες κατοικημένες ζώνες. Αντίθετα, η Δημοτική Αρχή φαίνεται να χάνει το μέτρο, όταν προσπαθώντας να διασκεδάσει τις ανησυχίες τους μιλάει για ένα αποτεφρωτήριο που θα είναι «στολίδι» και «κόσμημα» για την υποβαθμισμένη συνοικία τους με πιθανή μάλιστα… αναπτυξιακή προοπτική (από την έλευση νεκρών από άλλες περιοχές της χώρας)!
Είναι πραγματικά παράξενο, σε μια πόλη που η Δημοτική της Αρχή, δεν χάνει ευκαιρία να διατρανώνει την οργή της (και πάλι ορθώς) για το κακό χάλι των υποδομών (απορρίμματα και Ξερόλακκα, δημόσιοι χώροι στο σχέδιο πόλης που χάνονται προς όφελος των ιδιοκτητών, διαλυμένα πεζοδρόμια, πεπαλαιωμένο δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης, υπόνομοι και αγωγοί λυμάτων που χύνονται στη θάλασσα, ακτές που διαβρώνονται με τρομακτικούς ρυθμούς, τραγικά ελλιπής αντιπλημμυρική και αντιπυρική προστασία, κ.λπ.) και για τις μεγάλες και δυστυχώς ακάλυπτες ανάγκες σε κοινωνικές υποδομές που θα απαλύνουν τις συνέπειες της κρίσης για εκατοντάδες οικογένειες, η ίδια Δημοτική Αρχή να ιεραρχεί εκ των πρώτων ένα έργο αξίας 2,2 εκατ. ευρώ που αφορά σήμερα σε λίγες, μόλις, δεκάδες οικογένειες.
Και ενώ η απουσία μιας συνεκτικής τεχνικο-οικονομικής και περιβαλλοντικής αιτιολόγησης του προτεινόμενου έργου είναι για αρκετούς από εμάς εμφανής, η Δημοτική Αρχή διαπράττει και ένα δεύτερο σφάλμα. Αντί να κρατήσει, ως όφειλε, μια θέση αξιολογικής ουδετερότητας απέναντι στις διάφορες μεθόδους διαχείρισης των νεκρών σωμάτων και να επικεντρωθεί στον πιο πρόσφορο τεχνικά και οικονομικά τρόπο με τον οποίο θα ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της απέναντι σε όλους τους πολίτες, πράττει το αντίθετο. Καταθέτει μια εισήγηση που ουσιαστικά εξυμνεί την καύση των νεκρών και τα προτερήματά της, ενσωματώνοντας αυτούσια αποσπάσματα από αντίστοιχα έντυπα του λόμπυ των αποτεφρωτηρίων (!), ενώ παρουσιάζονται ως παραδείγματα οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης με τα υψηλά ποσοστά αποτέφρωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αποτέφρωση αιτιολογείται ως «κοινωνικά συμφέρουσα», «περιβαλλοντικά επωφελής», «οικονομικά αποδοτική», σύμβολο του «ατομικού δικαιώματος της αυτοδιάθεσης» και παράδειγμα καθυστερημένου «εκσυγχρονισμού του αστικού κράτους»! Λες και υπήρξε έστω και ένας που αμφισβήτησε το δικαίωμα αυτό (ούτε καν η Εκκλησία της Ελλάδας), λες και δεν είναι το «αστικό κράτος» που έδωσε αυτή τη δυνατότητα από το 2006! Ο ίδιος ο Δήμαρχος στην τοποθέτησή του μίλησε για ένα έργο «στα πλαίσια της προόδου και της ελευθερίας του ατόμου», ενώ όσοι αντέδρασαν στην ελλιπή οικονομοτεχνική, χρηματοδοτική και περιβαλλοντική αιτιολόγηση του έργου κατηγορούνται συλλήβδην (κρυφίως και φανερώς) ως «σκοταδιστές» ή «υποκριτές που αναζητούν τα ψηφαλάκια της Εκκλησίας»!
Ιδεολογικοποιεί, λοιπόν, η Δημοτική Αρχή ένα καθαρά πρακτικό ζήτημα κυνηγώντας πολιτικούς ανεμόμυλους και διαχωρίζοντας το κοινωνικό σώμα σε «προοδευτικούς» και «συντηρητικούς», «σκοταδιστές» και «φωτιστάδες», «όργανα της Εκκλησίας» και «αντικληρικαλιστές» και πάει λέγοντας. Το πράττει, μάλιστα, τη στιγμή (εφαρμογή τρίτου μνημονίου, ασφαλιστικό, κ.λπ.), στην οποία η κοινωνία μας δέχεται την τελική και σφοδρότερη επίθεση σε βάρος των συλλογικών δικαιωμάτων της (στην εργασία, στην ασφάλιση, στην ασφάλεια, στην υγεία, στην παιδεία), μετατοπίζοντας τη δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση σε ταυτοτικά ζητήματα (θρησκευτικά – πολιτισμικά), δικαιωματικά (δικαίωμά μου – δικαίωμά σου) ή τοπικά (η τάδε υποβαθμισμένη γειτονιά σε βάρος της δείνα, κ.λπ.) αποπροσανατολίζοντας (έστω ακούσια) τον κόσμο από το κύριο μέτωπο της αντιπαράθεσης.
Μιλάει ο Δήμαρχος για μια απόφαση «προόδου» αγνοώντας (;) ότι η «πρόοδος» της αποτέφρωσης επιβλήθηκε στο δυτικό κόσμο από την σιδερένια καπιταλιστική ορθολογικότητα. Όταν, δηλαδή, οι επενδυτές γης στα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα της Δύσης διαπίστωσαν ότι κερδίζουν πολλαπλάσια από την αγοραπωλησία της γης για οικιστική χρήση ή χρήση αναψυχής, παρά από το να «δεσμεύεται» αυτή η γη για δεκαετίες ολόκληρες ως νεκροταφείο (στις ΗΠΑ, μετά από έναν αιώνα ύπαρξης η αποτέφρωση αφορούσε μόλις στο 5% του πληθυσμού το 1972, ενώ σήμερα ξεπερνάει το 50%).
Όταν, λοιπόν, κάποιος ιδεολογικοποιεί τις μεθόδους οφείλει να αποδεικνύει, γιατί είναι «σκοταδιστική» η θρησκευτική και πολιτισμική παράδοση του τόπου μας που αντιμετωπίζει το νεκρό σώμα ως λείψανο, ως σεβαστό, δηλαδή, κατάλοιπο της ανθρώπινης ύπαρξης και φορέα της μνήμης που το συνοδεύει (ατομικής, οικογενειακής, κοινωνικής και ιστορικής) αφήνοντάς το στη διαδικασία της φυσικής αποδόμησης/αποσύνθεσης. Και γιατί είναι «πρόοδος» η (μηδενιστική) αντίληψη που βλέπει στο νεκρό σώμα ένα μακάβριο πτώμα, το οποίο πρέπει να εξαφανιστεί με τον πιο «ριζικό» τεχνοκρατικά τρόπο καταναλώνοντας εκατομμύρια ενεργειακών θερμίδων˙ ή, ακόμα χειρότερα, η αντίληψη που βλέπει στο νεκρό άνθρωπο (ή μήπως απλά εργάτη/καταναλωτή;) μια μάζα νεκρών ιστών που δεν συμβολίζει τίποτε και έχει μόνο χρηστική (ως προς την εξαφάνισή της) και γιατί όχι, χρηματική αξία (βλέπε τη συζήτηση για τα οφέλη από τους επισκέπτες).
Εντύπωση προκαλεί και η τόσο έντονη επίκληση από μεριάς της Δημοτικής Αρχής της «ατομικής ελευθερίας», του «ατομικού δικαιώματος της αυτοδιάθεσης»! Μέχρι σήμερα είχαμε την εντύπωση ότι ο πολιτικός φορέας στον οποίο ανήκει, φαινόταν να μην προτάσσει αυτό που λεγόταν «δικαιωματική πολιτική» (ή «ατομοκεντρική λογική των δικαιωμάτων») στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων και η οποία κατατέμνει την κοινωνία σε εκατοντάδες (συχνά αλληλοσυγκρουόμενες) σέκτες επιδίωξης ενός επιμέρους δικαιώματος ή συμφέροντος, ενώ, αντίθετα, ότι προέκρινε τα «συλλογικά δικαιώματα» (τάξεων, λαών, φύλων, κ.λπ.). Ειδικά, όμως, για να υποστηρίξει την αποτέφρωση (και όχι το αποτεφρωτήριο που θα έπρεπε να είναι το αντικείμενο συζήτησης) υιοθετεί την ορολογία του πολιτισμικού φιλελευθερισμού των «δικαιωμάτων», ενώ, ακριβώς πριν από λίγες μέρες, ο πολιτικός της φορέας καταψήφισε το σύμφωνο συμβίωσης που αφορά σε υπερπολλαπλάσιους πολίτες υιοθετώντας ακριβώς αντίστροφη επιχειρηματολογία!
Είναι άξιο απορίας να διαβάζει κάποιος στην εισήγηση μιας Δημοτικής Αρχής, η οποία σε κάθε αποστροφή του λόγου της για άλλα ζητήματα επικαλείται τον απλό λαό και τον πολιτισμό του (και καλά κάνει), μια (αντιγραμμένη) ιστορική αναδρομή του φαινομένου, στην οποία παρελαύνουν σωρεία λαών (της Δύσης) και πολιτισμών, αλλά δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά στον πολιτισμό του λαού μας. Λες και τα ταφικά έθιμα αιώνων ενός λαού δεν αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού του… Ας μην απορούν μετά κάποιοι από το Δήμο, όταν οι κάτοικοι της περιοχής χωροθέτησης μιλάνε, μέσα στην υπερβολή τους, για «κρεματόρια» και «Άουσβιτς», ενώ άλλοι εκλαμβάνουν τη συγκεκριμένη αιτιολόγηση ως απρόκλητη επίθεση στο θρησκευτικό τους αίσθημα. Στο δικό μας λαϊκό πολιτισμό και την ιστορική μνήμη έτσι συμβολοποιείται η καύση ενός νεκρού. Εκτός και αν οι (εξίσου σεβαστές) ταφικές συνήθειες της «προηγμένης» Δύσης κρίνονται «ανώτερες» ή «προοδευτικότερες» ημών των «μειονεκτούντων» Βαλκανίων. Η μελέτη της ιστορίας δείχνει ότι, η οικονομική και γεωπολιτική αποικιοποίηση ενός λαού χρειάζεται υποχρεωτικά και την ιδεολογική αποικιοποίηση, όπου ο λαός οφείλει να μιμείται τον κυρίαρχο και να θεωρεί παρωχημένα ή και ντροπιαστικά στοιχεία της κουλτούρας του σε σύγκριση με αυτής του αποικιοκράτη.
Εμείς, ως Κοινοτικόν, ακούμε προσεκτικά και σεβόμαστε τους ανθρώπους που μέσα σε αυτό τον κυκλώνα διάλυσης της κοινωνίας παλεύουν να βρουν αναφορές στην ιστορία, στην παράδοση και στην πίστη τους για να μην αποσυντεθούν ως πρόσωπα και κοινωνικά υποκείμενα και που, συνεπώς, νιώθουν την εισήγηση – με τον εντελώς άτσαλο τρόπο που εξυμνεί την αποτέφρωση - ως απαξιωτική για τα ταφικά έθιμα αιώνων αυτού του τόπου. Το ίδιο κατανοούμε και εκείνους, όσοι «κουμπώνονται» ιδεολογικά, όταν προκρίνονται «ατομικο-δικαιωματικές» ερμηνείες και πρακτικές γνωρίζοντας ότι στην εποχή του τουρμποκαπιταλισμού που διανύουμε, πολιτισμικός νέο-φιλελευθερισμός και οικονομικός νέο-φιλελευθερισμός πάνε χεράκι–χεράκι, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Όπως, τέλος, κατανοούμε τους κατοίκους των όμορων με το υπό χωροθέτηση αποτεφρωτήριο υποβαθμισμένων συνοικιών, που νιώθουν ανασφάλεια και κίνδυνο από μια εισήγηση που δεν προσφέρει καμία επιστημονική διαβεβαίωση που θα διασκεδάζει τους φόβους τους.
Τελειώνοντας, η γνώμη μας είναι ότι η συγκεκριμένη πρόταση φέρει όλες τις δυσμενείς προϋποθέσεις (κανένας σοβαρός υπολογισμός της ζήτησης, του κόστους και τρόπου λειτουργίας, της μεθόδου χρηματοδότησης, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων), ώστε πρακτικά να μην υλοποιηθεί τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, εμπαίζοντας τελικά ως κοινωνία εαυτούς και αλλήλους. Ούτως ή άλλως, κρίνουμε ότι δεν πρέπει να γίνει σημείο αντιπαράθεσης και διχασμού της τοπικής κοινωνίας από τον αδέξιο, αποκλειστικά επικοινωνιακό, τρόπο που η Δημοτική Αρχή το χειρίζεται προσδοκώντας μάλλον σε πολιτικά οφέλη παρά στην ίδια την ικανοποίηση των αιτημάτων πολιτών για αποτεφρωτήριο. Συνεπώς, από τη μεριά μας προτείνουμε αυτά που επιτάσσει η κοινή λογική:
• Να επανεκτιμήσει η Δημοτική Αρχή τη χρονική αναγκαιότητα του έργου στη βάση πραγματικών (και όχι αυθαίρετων) στοιχείων ζήτησης, κόστους και πιθανής χρηματοδότησης καθώς και τη βιωσιμότητά του, η οποία είναι ιδιαιτέρως επισφαλής με τα σημερινά δεδομένα. Στην όποια χωροθέτηση να υπεισέλθει και ο περιβαλλοντικός παράγοντας μέσα από μια μελέτη που θα λαμβάνει υπ’ όψιν τη διεθνή έρευνα για το ζήτημα και τις αντίστοιχες βέλτιστες πρακτικές που, προφανώς, θα επηρεάσουν και το κόστος ίδρυσης και λειτουργίας του αποτεφρωτηρίου.
• Να διερευνήσει εναλλακτικούς τρόπους, για να ικανοποιήσει, πολύ πιο γρήγορα από την προτεινόμενη επένδυση, την επιθυμία των συμπολιτών μας, που για θρησκευτικούς, φιλοσοφικούς ή άλλους λόγους επιθυμούν την καύση των νεκρών σωμάτων, μέσα από μια ευρεία διαδημοτική συνεργασία (είτε σε επίπεδο περιφέρειας, είτε σε συμφωνία με το πλησιέστερο μητροπολιτικό αστικό κέντρο που λόγω πληθυσμιακής πυκνότητας μπορεί να έχει σύντομα μια βιώσιμη μονάδα). Σε περίπτωση, δε, που η επιθυμία για καύση αποκτά χαρακτηριστικά πολυάριθμου κοινωνικού ρεύματος, τότε να επιδιώξει την ικανοποίηση με ίδια μέσα και υποδομές.
• Να ασχοληθεί και με το ζήτημα του ενταφιασμού που αφορά προς το παρόν στη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης μας. Εφ’ όσον είναι εφικτό, να προχωρήσει στη δημιουργία νέου νεκροταφείου (υπάρχουν απομονωμένες εκτάσεις που ανήκουν στο Δήμο Πατρέων) και στην αναδιοργάνωση των ήδη υπαρχόντων. Πρώτο βήμα για κάτι τέτοιο είναι να βάλει τέλος στο εμπόριο τάφων στα δημοτικά κοιμητήρια. Είναι αδιανόητο ο απλός άνθρωπος να έχει τον πόνο της απώλειας και ταυτόχρονα να πέφτει θύμα ταλαιπωρίας ή οικονομικής επιβάρυνσης και εκμετάλλευσης, ενώ τα λείψανα του προσφιλούς του προσώπου να αντιμετωπίζονται με απαξιωτικό τρόπο. Η κανονική ταφή όλων να γίνεται με τον ίδιο τρόπο και η μετέπειτα συγκέντρωση των οστών σε μικρές λειψανοθήκες, σε επάλληλα επίπεδα. Και αυτό να ισχύει για ΟΛΟΥΣ! Πλούσιους ή φτωχούς, έχοντες ή μη έχοντες. Πέρα από την αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης και την οικονομική ελάφρυνση, που η εφαρμογή μιας τέτοιας πρότασης σημαίνει, θα προσφέρει και τεράστια εξοικονόμηση χώρου.
Δημοτική Κίνηση «Κοινοτικόν»